↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημερήσιος η ημερήσια το ημερήσιο
      γενική του ημερήσιου της ημερήσιας του ημερήσιου
    αιτιατική τον ημερήσιο την ημερήσια το ημερήσιο
     κλητική ημερήσιε ημερήσια ημερήσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημερήσιοι οι ημερήσιες τα ημερήσια
      γενική των ημερήσιων των ημερήσιων των ημερήσιων
    αιτιατική τους ημερήσιους τις ημερήσιες τα ημερήσια
     κλητική ημερήσιοι ημερήσιες ημερήσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ημερήσιος, λόγια λέξη < αρχαία ελληνική ἡμερήσιος

  Επίθετο

επεξεργασία

ημερήσιος, -ια/-ία, -ιο

  1. που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της μέρας (και όχι της νύχτας)
  2. που αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη ημέρα
    ημερησία διαταγή
  3. που συμβαίνει, εμφανίζεται κ.λπ. κάθε μέρα
    ο ημερήσιος τύπος
  4. που διαρκεί μία ημέρα
    ημερήσια εκδρομή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία