βουλγαρικά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- βουλγαρικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βουλγαρικός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βουλγαρικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) η βουλγαρική γλώσσα, η γλώσσα που μιλιέται στη Βουλγαρία
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Βουλγαρία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βουλγαρικά
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
βουλγαρικά < βουλγαρικός + -ά
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
βουλγαρικά
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βουλγαρικά
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
βουλγαρικά
- βουλγαρικό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού