Ετυμολογία

επεξεργασία
bułgarski < από τη λέξη Bułgaria

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία

bułgarski (pl)

  1. βουλγαρικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bułgarski (pl) αρσενικό

  1. βουλγαρικά

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  Bułgaria