βουλγαρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βουλγαρικός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική βουλγαρικός < Βούλγαρ(ος) + -ικός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vul.ɣa.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βουλ‐γα‐ρι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαβουλγαρικός, -ή, -ό και βουλγάρικος
- σχετικός με τη Βουλγαρία ή τους Βουλγάρους
- ※ Οι βουλγαρικές πρωτοβουλίες, που δεν περιορίζονταν μάλιστα μόνο στη Θεσσαλονίκη, προκάλεσαν, όπως ήταν φυσικό, σοβαρές ανησυχίες στις ελληνικές αρχές· γι’ αυτό και απασχόλησαν εκτεταμένα τη διπλωματική αλληλογραφία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών. Εξάλλου το κλίμα έντασης καλλιεργούσε έντεχνα και ο βουλγαρικός τύπος με συνεχείς προτροπές για πολεμική αναμέτρηση και για επικράτηση των Βουλγάρων στον μακεδονικό χώρο.
- Σφήκα-Θεοδοσίου Α. (1989). Η ίδρυση υποκαταστήματος της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη και οι ελληνοβουλγαρικές σχέσεις (1912-1913). Μακεδονικά, 27(1), 63–78.
- ※ Οι βουλγαρικές πρωτοβουλίες, που δεν περιορίζονταν μάλιστα μόνο στη Θεσσαλονίκη, προκάλεσαν, όπως ήταν φυσικό, σοβαρές ανησυχίες στις ελληνικές αρχές· γι’ αυτό και απασχόλησαν εκτεταμένα τη διπλωματική αλληλογραφία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών. Εξάλλου το κλίμα έντασης καλλιεργούσε έντεχνα και ο βουλγαρικός τύπος με συνεχείς προτροπές για πολεμική αναμέτρηση και για επικράτηση των Βουλγάρων στον μακεδονικό χώρο.
Μεταφράσεις
επεξεργασία βουλγαρικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βουλγαρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας