Βουλγαρία

Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βουλγαρία | οι | Βουλγαρίες |
γενική | της | Βουλγαρίας | των | Βουλγαριών |
αιτιατική | τη | Βουλγαρία | τις | Βουλγαρίες |
κλητική | Βουλγαρία | Βουλγαρίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- Βουλγαρία < μεσαιωνική ελληνική Βουλγαρία < Βούλγαροι[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vul.ɣaˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βουλ‐γα‐ρί‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Βουλγαρία θηλυκό
- χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βαλκανική Χερσόνησο με πρωτεύουσα τη Σόφια, επίσημη γλώσσα τα βουλγαρικά και νόμισμα το λεβ
- ※ Η νίκη της Entente στο μακεδονικό μέτωπο εξανάγκασε τη Βουλγαρία να αποδεχθεί την ήττα της και να επιδιώξει τη σύναψη ανακωχής.
- Καλαντζής Γ. Ξ. (2008). Η απογραφή των πληθυσμών της δυτικής Θράκης από το διασυμμαχικό καθεστώς το 1919. Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 15, 337–354.
- ※ Η νίκη της Entente στο μακεδονικό μέτωπο εξανάγκασε τη Βουλγαρία να αποδεχθεί την ήττα της και να επιδιώξει τη σύναψη ανακωχής.
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Βουργαρία (παρωχημένο, δημοτική)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Βουλγαρία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)