αρωμουνικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αρωμουνικά | ||
γενική | των | αρωμουνικών | ||
αιτιατική | τα | αρωμουνικά | ||
κλητική | αρωμουνικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρωμουνικά < (άμεσο δάνειο) λατινική Romanus (Ρωμαίος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρωμουνικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) λατινογενής γλώσσα που μιλιέται σε διάφορες, κυρίως ορεινές, περιοχές των νοτίων Βαλκανίων. Στη μορφολογία και στη γραμματική έχει αρκετές ομοιότητες με τα ρουμανικά, ενώ το λεξιλόγιο έχει -σε μεγάλο βαθμό- δανειστεί λέξεις από τα ελληνικά και τα αλβανικά. Αντίθετα, τα ρουμανικά έχουν επηρεαστεί λεξιλογικά από τις σλαβικές γλώσσες και τα ουγγρικά.
- Υπάρχει και η άποψη -η όχι απαλλαγμένη από πολιτικές σκοπιμότητες- ότι τα αρωμουνικά είναι απλά μια διάλεκτος της Ρουμανικής γλώσσας.
Σημειώσεις
επεξεργασία- ενδώνυμο: armãneashti, armãneashte, armãneashci, armãneashce, rrãmãneshti
- κωδικός ISO: rup
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- βλάχικα
- κουτσοβλάχικα (για τους Αρμάνους)
- αρβανιτοβλάχικα (για τους Ρεμένους)
- αρβαντοβλάχικα (ιδιωματικό)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρωμουνικά