Βαλκάνια
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /valˈka.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βαλ‐κά‐νι‐α
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Βαλκάνια | ||
γενική | των | Βαλκανίων | ||
αιτιατική | τα | Βαλκάνια | ||
κλητική | Βαλκάνια | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Βαλκάνια < (άμεσο δάνειο) γαλλική Balkans (πληθυντικός του Balkan) + -ια < τουρκική balkan (κακοτράχαλο δασωμένο βουνό)[1]
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Βαλκάνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- γεωπολιτική περιοχή της νότιας Ευρώπης, που οι Έλληνες ονόμαζαν Χερσόνησο του Αίμου
- (περιληπτικό) ονομασία των κρατών της Βαλκανικής χερσονήσου
- εδώ είναι Βαλκάνια!
- τα βουνά Βαλκάνια όρη
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Βαλκάνια στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Βαλκάνια
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- Βαλκάνια < Βαλκάνι(ος) + -α
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Βαλκάνια θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Βαλκάνιος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βαλκάνιος
Βαλκάνια
|
Επεξεργασία
- ↑ Βαλκάνια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)