↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η βαλκανολόγος οι βαλκανολόγοι
      γενική του/της βαλκανολόγου των βαλκανολόγων
    αιτιατική τον/τη βαλκανολόγο τους/τις βαλκανολόγους
     κλητική βαλκανολόγε βαλκανολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαλκανολόγος < βαλκανο(λογία) + -λόγος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /val.ka.noˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαλ‐κα‐νο‐λό‐γος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βαλκανολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία