βαλκανικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαλκανικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική balkanique < Balkan, Balkans > Βαλκάν(ια + -ικός[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /val.ka.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαλ‐κα‐νι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
βαλκανικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Βαλκάνια
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαλκανικός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βαλκανικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας