Δείτε επίσης: Κατηγορία: Καταλανική γλώσσα

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα καταλανικα
      γενική των καταλανικων
    αιτιατική τα καταλανικα
     κλητική καταλανικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:
  • καταλανικά: català
  • κωδικός γλώσσας: ca

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καταλανικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καταλανικός στον πληθυντικό

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.la.niˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐λα‐νι‐κά

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

καταλανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία

καταλανικά