καταλανικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | καταλανικά | ||
γενική | των | καταλανικών | ||
αιτιατική | τα | καταλανικά | ||
κλητική | καταλανικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταλανικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καταλανικός στον πληθυντικό
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ta.la.niˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐λα‐νι‐κά
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταλανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η καταλανική γλώσσα που μιλιέται στην Καταλονία, αυτόνομη περιφέρεια της Ισπανίας. Ανήκει στις ρομανικές γλώσσες.
- ≈ συνώνυμα: βαλενσιανική γλώσσα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καταλανικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαταλανικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καταλανικό