ρομανικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρομανικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαρομανικός, -ή, -ό
- σχετικός με τους λαούς που βρέθηκαν υπό την επίδραση της λατινικής γλώσσας και εξελίχθηκε διαφορετικά, ανάλογα με το προϋπάρχον γλωσσολογικό υπόστρωμα