βασκικά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | βασκικά | ||
γενική | των | βασκικών | ||
αιτιατική | τα | βασκικά | ||
κλητική | βασκικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βασκικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βασκικός στον πληθυντικό
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βασκικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βασκικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
βασκικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βασκικό