Βάσκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βάσκος | οι | Βάσκοι |
γενική | του | Βάσκου | των | Βάσκων |
αιτιατική | τον | Βάσκο | τους | Βάσκους |
κλητική | Βάσκε | Βάσκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈva.skos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βά‐σκος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒάσκος αρσενικό
- (εθνικό όνομα) κάτοικος της Χώρας των Βάσκων
- ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Βάσκου)
Μεταγραφές (για το επώνυμο)
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία για τον κάτοικο της χώρας των Βάσκων
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)