βοσκός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βοσκός | οι | βοσκοί |
γενική | του | βοσκού | των | βοσκών |
αιτιατική | τον | βοσκό | τους | βοσκούς |
κλητική | βοσκέ | βοσκοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βοσκός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βοσκός [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /voˈskos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βο‐σκός
Ουσιαστικό επεξεργασία
βοσκός αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που ασχολείται με τη βόσκηση των ζώων, τα οδηγεί στους βοσκότοπους και τα επιτηρεί
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη βόσκω
Σύνθετα επεξεργασία
- βοσκοπαίδι, βοσκόπαιδο
- γιδοβοσκόπουλο
- βοσκότοπος
- βοσκοτόπι
- -βοσκός Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -βοσκός στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
- λήγουν σε -βοσκός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
βοσκός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βοσκός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βοσκός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βοσκός
Ουσιαστικό επεξεργασία
βοσκός αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- βοσκός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βοσκός (ελληνιστική κοινή) < αποσπασμένο από αρχαία σύνθετα με -βοσκός < βόσκω
Ουσιαστικό επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βοσκός | οἱ | βοσκοί |
γενική | τοῦ | βοσκοῦ | τῶν | βοσκῶν |
δοτική | τῷ | βοσκῷ | τοῖς | βοσκοῖς |
αιτιατική | τὸν | βοσκόν | τοὺς | βοσκούς |
κλητική ὦ! | βοσκέ | βοσκοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βοσκώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βοσκοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
βοσκός αρσενικό
Σύνθετα επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βοσκός | ἡ | βοσκή | τὸ | βοσκόν |
γενική | τοῦ | βοσκοῦ | τῆς | βοσκῆς | τοῦ | βοσκοῦ |
δοτική | τῷ | βοσκῷ | τῇ | βοσκῇ | τῷ | βοσκῷ |
αιτιατική | τὸν | βοσκόν | τὴν | βοσκήν | τὸ | βοσκόν |
κλητική ὦ! | βοσκέ | βοσκή | βοσκόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | βοσκοί | αἱ | βοσκαί | τὰ | βοσκᾰ́ |
γενική | τῶν | βοσκῶν | τῶν | βοσκῶν | τῶν | βοσκῶν |
δοτική | τοῖς | βοσκοῖς | ταῖς | βοσκαῖς | τοῖς | βοσκοῖς |
αιτιατική | τοὺς | βοσκούς | τὰς | βοσκᾱ́ς | τὰ | βοσκᾰ́ |
κλητική ὦ! | βοσκοί | βοσκαί | βοσκᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βοσκώ | τὼ | βοσκᾱ́ | τὼ | βοσκώ |
γεν-δοτ | τοῖν | βοσκοῖν | τοῖν | βοσκαῖν | τοῖν | βοσκοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
βοσκός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή, για ζώα, ιδίως πουλιά) που βόσκει
Πηγές επεξεργασία
- βοσκός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βοσκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.