Δείτε επίσης: Βοσκός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βοσκός οι βοσκοί
      γενική του βοσκού των βοσκών
    αιτιατική τον βοσκό τους βοσκούς
     κλητική βοσκέ βοσκοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βοσκός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βοσκός [1]
Βοσκός με πρόβατα.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βοσκός αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

όπως ενδεικτικά

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
βοσκός (ελληνιστική κοινή) < αποσπασμένο από αρχαία σύνθετα με -βοσκός < βόσκω

Ουσιαστικό

επεξεργασία