ενεστώτας bask
γ΄ ενικό ενεστώτα basks
αόριστος basked
παθητική μετοχή basked
ενεργητική μετοχή basking

bask (en)

  • λιάζομαι, την αράζω στον ήλιο
    ⮡  Three little birds were sitting and basking in the sun.
    Τρία πουλάκια κάθονταν στον ήλιο και λιάζονταν.

Εκφράσεις

επεξεργασία