περσικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | περσικά | ||
γενική | των | περσικών | ||
αιτιατική | τα | περσικά | ||
κλητική | περσικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περσικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου περσικός στον πληθυντικό
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /peɾ.siˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : περ‐σι‐κά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερσικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η περσική γλώσσα, η γλώσσα που ομιλείται στο Ιράν, στο Αφγανιστάν, στο Τατζικιστάν (και σε πολλές ακόμη χώρες της Ασίας)
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περσικά
Επίρρημα
επεξεργασίαπερσικά
- όπως οι Πέρσες, όπως στην Περσία
- ντύθηκε περσικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία περσικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπερσικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περσικό