Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Περσία οι Περσίες
      γενική της Περσίας των Περσιών
    αιτιατική την Περσία τις Περσίες
     κλητική Περσία Περσίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Περσία < αρχαία ελληνική Περσία < Περσίς < αρχαία περσικά 𐎱𐎠𐎼𐎿 (Pārsa)[1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /peɾˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Περ‐σί‐α

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

 
Χάρτης της Περσίας το 490 π.Χ.

Περσία θηλυκό

  • χώρα της Μέσης Ανατολής στη Νοτιοδυτική Ασία με την επίσημη σημερινή ονομασία Ιράν
    ※ Το βαπόρι απ’ την Περσία / πιάστηκε στην Κορινθία / Τόννοι έντεκα γεμάτο / με χασίσι μυρωδάτο (Το βαπόρι απ' την Περσία, μουσική-στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης, 1977)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)