Ασία
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ασία | οι | Ασίες |
γενική | της | Ασίας | των | Ασιών |
αιτιατική | την | Ασία | τις | Ασίες |
κλητική | Ασία | Ασίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Ασία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ἀσία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐σί‐α
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Ασία θηλυκό
- η μεγαλύτερη ήπειρος σε έκταση και πληθυσμό στον κόσμο, μέρος της Ευρασίας
- ※ Η οικονομική ανάπτυξη και η πληθυσμιακή έκρηξη είναι παράγοντες που διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στην κλιματική αλλαγή και που μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρή λειψυδρία στην Ασία μέσα στις επόμενες δεκαετίες, πριν από το 2050.
- Η Ασία αντιμέτωπη με τη λειψυδρία, Η Καθημερινή, 1 Απριλίου 2016
- ※ Η οικονομική ανάπτυξη και η πληθυσμιακή έκρηξη είναι παράγοντες που διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στην κλιματική αλλαγή και που μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρή λειψυδρία στην Ασία μέσα στις επόμενες δεκαετίες, πριν από το 2050.
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Ασία στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Ασία