ασιανισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.si.a.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σι‐α‐νι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασιανισμός αρσενικό
- η μίμηση του τρόπου διαβίωσης των Ασιατών
- η μοιρολατρική θεώρηση της ζωής
- (φιλολογία) λογοτεχνικό ύφος της ελληνιστικής περιόδου με χαρακτηριστικά την πομπώδη έκφραση με παρηχήσεις, ισόκωλα και ομοιοτέλευτα
- ※ Την περίοδο λοιπόν αυτή η ρητορική ακολουθεί αυτόνομη πορεία ως προς το περιεχόμενο και την μορφολογική της δομή, και προσδιορίζεται από δύο ισχυρά υφολογικά ρεύµατα: το πρώτο είναι ο «ασιανισµός», που αντιστοιχεί σε ένα περίτεχνο ύφος µε στόχο τον φραστικό εντυπωσιασµό και ονοµάστηκε έτσι από τις ρητορικές σχολές της Μικράς Ασίας στις οποίες διδασκόταν. Ο Φιλόστρατος περιγράφει τον ασιανισμό ως μια φόρμα που προσπαθεί και επιδιώκει, αλλά ποτέ δεν πετυχαίνει το μεγάλο ύφος.
- Κωνσταντίνος Τσίπρας, Τέσσερεις λόγοι του Δίωνος Χρυσοστόμου περί Διογένους του Κυνικού, διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ). Σχολή Φιλοσοφική. Τμήμα Φιλολογίας. Τομέας Κλασσικής Φιλολογίας, 2019. σελ. 31
- ※ Την περίοδο λοιπόν αυτή η ρητορική ακολουθεί αυτόνομη πορεία ως προς το περιεχόμενο και την μορφολογική της δομή, και προσδιορίζεται από δύο ισχυρά υφολογικά ρεύµατα: το πρώτο είναι ο «ασιανισµός», που αντιστοιχεί σε ένα περίτεχνο ύφος µε στόχο τον φραστικό εντυπωσιασµό και ονοµάστηκε έτσι από τις ρητορικές σχολές της Μικράς Ασίας στις οποίες διδασκόταν. Ο Φιλόστρατος περιγράφει τον ασιανισμό ως μια φόρμα που προσπαθεί και επιδιώκει, αλλά ποτέ δεν πετυχαίνει το μεγάλο ύφος.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασιανισμός
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)