Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ασιανολόγος οι ασιανολόγοι
      γενική του/της ασιανολόγου των ασιανολόγων
    αιτιατική τον/την ασιανολόγο τους/τις ασιανολόγους
     κλητική ασιανολόγε ασιανολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασιανολόγος < Ασιαν(ός) + -ο- + -λόγος[1] (μαρτυρείται από το 1863)[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.si.a.noˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐σι‐α‐νο‐λό‐γος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασιανολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ασιανολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)