Ασιάτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.siˈa.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐σι‐ά‐τισ‐σα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ασιάτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Ασιάτης
- ※ Τις Ασιάτισσες, ιδιαίτερα εκείνες από την Ινδονησία, την Ιαπωνία και την Ταϊλάνδη, τις ενδιαφέρει να «πουλάνε» την εικόνα της διανοούμενης. Στο άλλο άκρο, στην Ανατολική Ευρώπη, η «θηλυκότητα» μοιάζει να είναι η ύψιστη αρετή για το γυναικείο φύλο.
- Λαμπρινή Σταμάτη, Το κοινό μυστικό των γυναικών, Τα Νέα, 28 Απριλίου 1999
- ※ Τις Ασιάτισσες, ιδιαίτερα εκείνες από την Ινδονησία, την Ιαπωνία και την Ταϊλάνδη, τις ενδιαφέρει να «πουλάνε» την εικόνα της διανοούμενης. Στο άλλο άκρο, στην Ανατολική Ευρώπη, η «θηλυκότητα» μοιάζει να είναι η ύψιστη αρετή για το γυναικείο φύλο.
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ασιάτης
Ασιάτισσα
|