σλοβενικά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σλοβενικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) νότια σλαβική γλώσσα, η σλοβενική γλώσσα, με περίπου δύο εκατομμύρια ομιλητές. Διατηρεί τον δυικό αριθμό. Γράφεται με λατινικό αλφάβητο.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
σλοβενικά
- σλοβενικό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού