Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σλοβενικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σλοβενικ
ός
η
σλοβενικ
ή
το
σλοβενικ
ό
γενική
του
σλοβενικ
ού
της
σλοβενικ
ής
του
σλοβενικ
ού
αιτιατική
τον
σλοβενικ
ό
τη
σλοβενικ
ή
το
σλοβενικ
ό
κλητική
σλοβενικ
έ
σλοβενικ
ή
σλοβενικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σλοβενικ
οί
οι
σλοβενικ
ές
τα
σλοβενικ
ά
γενική
των
σλοβενικ
ών
των
σλοβενικ
ών
των
σλοβενικ
ών
αιτιατική
τους
σλοβενικ
ούς
τις
σλοβενικ
ές
τα
σλοβενικ
ά
κλητική
σλοβενικ
οί
σλοβενικ
ές
σλοβενικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σλοβενικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
σλοβενικός, -ή, -ό
που έχει σχέση με τη
Σλοβενία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σλοβενικός
αγγλικά
:
Slovenian
(en)
,
Slovene
(en)
γαλλικά
:
slovène
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
γερμανικά
:
slowenisch
(de)
δανικά
:
slovensk
(da)
ισπανικά
:
esloveno
(es)
ιταλικά
:
sloveno
(it)
καταλανικά
:
eslovè
(ca)
νορβηγικά
:
slovensk
(no)
ολλανδικά
:
Sloveens
(nl)
ουγγρικά
:
szlovén
(hu)
πολωνικά
:
słoweński
(pl)
πορτογαλικά
:
esloveno
(pt)
ρουμανικά
:
sloven
(ro)
ρωσικά
:
словенский
(ru)
σλοβακικά
:
slovinský
(sk)
σλοβενικά
:
slovenski
(sl)
σουηδικά
:
slovensk
(sv)
τσεχικά
:
slovinský
(cs)
φινλανδικά
:
slovenialainen
(fi)