Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόσμος οι κόσμοι
      γενική του κόσμου των κόσμων
    αιτιατική τον κόσμο τους κόσμους
     κλητική κόσμε κόσμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κόσμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κόσμος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈko.zmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κό‐σμος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κόσμος αρσενικό

  1. το σύμπαν
  2. ο πλανήτης Γη
  3. οι άνθρωποι, η κοινωνία
  4. οποιοδήποτε σύνολο ανθρώπων
  5. οι καλεσμένοι
  6. τα εγκόσμια κατ' αντιδιαστολή προς τον μοναχισμό
  7. (παρωχημένο) στολίδι

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

(Χρειάζεται να μεταφερθούν στα λήμματά τους)

ΠαροιμίεςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
κοσμο- 

και

Δε σχετίζεται το κάκοσμος (με κακιά οσμή)

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κόσμος < λείπει η ετυμολογία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κόσμος αρσενικό

  1. η τάξη (η κατάσταση κατά την οποία κάθε τι είναι τακτοποιημένο στη θέση του)
    1. η καλή συμπεριφορά
    2. η σωστή διακυβέρνηση
  2. το στολίδι, η διακόσμηση
    1. (πληθυντικός) τα στολίδια
    2. τα κοσμητικά στοιχεία του λόγου, πχ τα κοσμητικά επίθετα
    3. (μεταφορικά) η τιμή, κάτι το τιμητικό
      γυναιξί κόσμον ἡ σιγὴ φέρει
  3. "άρχοντας", τίτλος ανώτερων αξιωματούχων στην Κρήτη
  4. ο κόσμος, το σύμπαν
  5. ο κόσμος, οι άνθρωποι ως σύνολο

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
κοσμο- 

ΣύνθεταΕπεξεργασία

όπως

  ΠηγέςΕπεξεργασία