πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόσμος οι κόσμοι
      γενική του κόσμου των κόσμων
    αιτιατική τον κόσμο τους κόσμους
     κλητική κόσμε κόσμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόσμος αρσενικό

  1. το σύμπαν
  2. ο πλανήτης Γη
  3. οι άνθρωποι, η κοινωνία
  4. οποιοδήποτε σύνολο ανθρώπων
  5. οι καλεσμένοι
  6. τα εγκόσμια κατ' αντιδιαστολή προς τον μοναχισμό
  7. (παρωχημένο) στολίδι

Συνώνυμα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόσμος οἱ κόσμοι
      γενική τοῦ κόσμου τῶν κόσμων
      δοτική τῷ κόσμ τοῖς κόσμοις
    αιτιατική τὸν κόσμον τοὺς κόσμους
     κλητική ! κόσμε κόσμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόσμω
γεν-δοτ τοῖν  κόσμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κόσμος < λείπει η ετυμολογία πρωτοϊνδοευρωπαϊκές ρίζες, και συζήτηση εκδοχών

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόσμος αρσενικό

  1. η τάξη, αρμονία, ευπρέπεια
      κατὰ κόσμον — σε τάξη, δεόντως
      οὐ κατὰ κόσμοναπρεπώς, χωρίς τάξη
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 212
    Θερσίτης δ᾽ ἔτι μοῦνος ἀμετροεπὴς ἐκολῴα, ὃς ἔπεα φρεσὶν ᾗσιν ἄκοσμά τε πολλά τε ᾔδη, μάψ, ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον, ἐριζέμεναι βασιλεῦσιν, ἀλλ᾽ ὅ τι οἱ εἴσαιτο γελοίϊον Ἀργείοισιν ἔμμεναι· αἴσχιστος δὲ ἀνὴρ ὑπὸ Ἴλιον ἦλθε·
    μόνος ακόμα ο φαφλατάς Θερσίτης θορυβούσε, πούξερε πάντα ένα σωρό παλάβρες ν' αραδιάζει, και με τους πρώτους τάβαζε, τρελά με δίχως τάξη, ότι θα κάνει νόμιζε τους άλλους να γελάσουν.
    Μετάφραση (1936): Αλέξανδρος Πάλλης, Αθήμα:Εστία, Βικιθήκη
  2. κοσμιότητα, η καλή και πρέπουσα συμπεριφορά
  3. πειθαρχία
  4. τύπος ή μορφή πράγματος
  5. το καθεστώς, το πολίτευμα
      5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 72.2
    ἄλλα τ’ ἐπιστείλαντες τὰ πρέποντα εἰπεῖν ἀπέπεμψαν αὐτοὺς εὐθὺς μετὰ τὴν ἑαυτῶν κατάστασιν, δείσαντες μή, ὅπερ ἐγένετο, ναυτικὸς ὄχλος οὔτ’ αὐτὸς μένειν ἐν τῷ ὀλιγαρχικῷ κόσμῳ ἐθέλῃ, σφᾶς τε μὴ ἐκεῖθεν ἀρξαμένου τοῦ κακοῦ μεταστήσωσιν.
    Αφού τους έδωσαν και άλλες οδηγίες για το τί έπρεπε να πουν, τους έστειλαν στην Σάμο αμέσως μετά την εγκαθίδρυσή τους στην εξουσία. Φοβόνταν μήπως, όπως άλλωστε και έγινε, τα πληρώματα δεν θελήσουν να υποταχθούν σε ολιγαρχικό καθεστώς και μήπως ξεκινήσει από εκεί ένα κίνημα που να τους παρασύρει και αυτούς τους ίδιους.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greeklanguage.gr
  6. η καλή κατασκευή
  7. το στολίδι, η διακόσμηση, ο καλλωπισμός, η ένδυση
    1. (πληθυντικός) τα στολίδια
    2. τα κοσμητικά στοιχεία του λόγου, π.χ. τα κοσμητικά επίθετα
     δείτε λατινικά mundus muliebris
  8. (μεταφορικά) η τιμή, κάτι το τιμητικό, ο έπαινος
      γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει
  9. σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες
  10. (στους Πυθαγορείους) ονομασία των αριθμών έξι και δέκα
  11. (στον πληθυντικό) οἱ κόσμοι
    1. (στην Κρήτη) δέκα ενιαύσιοι άρχοντες των δωρικών πολιτευμάτων που εγκαταστάθηκαν μετά τους βασιλείς και που είχαν αξίωμα αντίστοιχο με εκείνο των εφόρων της Σπάρτης
    2. οι αστέρες
  12. ο κόσμος ή το σύμπαν
     δείτε λατινικά mundus
  13. (ελληνιστική κοινή) η ανθρωπότητα, οι άνθρωποι ως σύνολο

Παράγωγα

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
κοσμο- 

και