↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διακόσμησῐς αἱ διακοσμήσεις
      γενική τῆς διακοσμήσεως τῶν διακοσμήσεων
      δοτική τῇ διακοσμήσει ταῖς διακοσμήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διακόσμησῐν τὰς διακοσμήσεις
     κλητική ! διακόσμησῐ διακοσμήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διακοσμήσει
γεν-δοτ τοῖν  διακοσμησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διακόσμησις < διακοσμέω / διακοσμώ, διακοσμη- + -σις → δείτε τη λέξη κόσμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διακόσμησις, -εως θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία