δια-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δια- < η πρόθεση διά ως πρόθημα ή (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δια- < πρόθεση διά < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dwis
- για σύγχρονους όρους < διαγλωσσικοί όροι dia-
Προφορά
επεξεργασία
Πρόθημα
επεξεργασία
δια-, διά- ή δι- πριν από φωνήεν
- για δήλωση κίνησης ανάμεσα σε κάτι, διά μέσου
- που γίνεται μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων, πραγμάτων κ.λπ.
- δηλώνει πως κάτι μοιράζεται
- δηλώνει διαφορά, διαφωνία, ανταγωνισμό
- δηλώνει χρονικό διάστημα
- επιτείνει τη σημασία του β’ συνθετικού
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δια-
|
Πηγές
επεξεργασία
- δια- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία
Πρόθημα
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δια- < η πρόθεση διά ως πρόθημα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dwis
Πρόθημα
επεξεργασία
δια-, διά- ή δι- πριν από φωνήεν
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα δια- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα διά- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα δι- από το δια- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις δια- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts