πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διάπλους οι διάπλοι
      γενική του διάπλου των διάπλων
    αιτιατική τον διάπλου
& διάπλουν
τους διάπλους
     κλητική διάπλου διάπλοι
Ο τύπος της αιτιατικής ενικού σε -ουν, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «απόπλους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάπλους αρσενικό

  • (ναυτικός όρος) η διέλευση θαλάσσιας έκτασης, ή πορθμού με πλωτό μέσο
    ο πρώτος διάπλους του Ατλαντικού έγινε από τον Κολόμβο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία