Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tʁa.vɛʁ.se/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
traversée traversées

traversée (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία