• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

διάσχιση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάσχιση οι διασχίσεις
      γενική της διάσχισης* των διασχίσεων
    αιτιατική τη διάσχιση τις διασχίσεις
     κλητική διάσχιση διασχίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασχίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διάσχιση < διασχίζω + -ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάσχιση θηλυκό

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού διασχίζω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις διασχίζω και σχίζω

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • διάβαση, διέλευση

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    διάσχιση
  • αγγλικά : traversal (en)
  • γαλλικά : traversée (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=διάσχιση&oldid=5545873"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Μαρτίου 2022, στις 09:38

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Μαρτίου 2022, στις 09:38.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας