Ετυμολογία

επεξεργασία

σχίζω, αόρ.: έσχισα, παθ.φωνή: σχίζομαι, π.αόρ.: σχίσθηκα, μτχ.π.π.: σχισμένος  δείτε και τη λέξη σκίζω

  1. κόβω σε δύο κομμάτια με μια απότομη κίνηση ένα αντικείμενο με μικρό πάχος, (πχ. χαρτί ή ύφασμα)
  2. κόβω εγκάρσια σε δύο κομμάτια ένα ξύλο χτυπώντας το με τσεκούρι
  3. προκαλώ τη λύση της συνέχειας μιας επιφάνειας (π.χ υφάσματος ή δέρματος), δημιουργώ ένα άνοιγμα ή τραυματίζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Τα σχίζω και σκίζω δεν ταυτίζονται σε όλες τις σημασίες τους

Συγγενικά

επεξεργασία

Παθητική φωνή λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

Ετυμολογία

επεξεργασία