Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σχίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σχίζω < πρωτοελληνική *skʰídyō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ski-d- / *skeyd- (χωρίζω, διαιρώ) < *skey (χωρίζω, ανατέμνω)

  Ρήμα επεξεργασία

σχίζω, αόρ.: έσχισα, παθ.φωνή: σχίζομαι, π.αόρ.: σχίσθηκα, μτχ.π.π.: σχισμένος → δείτε και τη λέξη σκίζω

  1. κόβω σε δύο κομμάτια με μια απότομη κίνηση ένα αντικείμενο με μικρό πάχος, (πχ. χαρτί ή ύφασμα)
  2. κόβω εγκάρσια σε δύο κομμάτια ένα ξύλο χτυπώντας το με τσεκούρι
  3. προκαλώ τη λύση της συνέχειας μιας επιφάνειας (π.χ υφάσματος ή δέρματος), δημιουργώ ένα άνοιγμα ή τραυματίζω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Τα σχίζω και σκίζω δεν ταυτίζονται σε όλες τις σημασίες τους

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Παθητική φωνή → λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Ετυμολογία επεξεργασία

σχίζω < πρωτοελληνική *skʰídyō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ski-d- / *skeyd- (χωρίζω, διαιρώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skey (χωρίζω, ανατέμνω)

  Πηγές επεξεργασία