σκίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σχίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsci.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίασκίζω, αόρ.: έσκισα, παθ.φωνή: σκίζομαι, π.αόρ.: σκίστηκα, μτχ.π.π.: σκισμένος
- κόβω στη μέση τραβώντας ή κάνοντας άνοιγμα
- άλλες μορφές: σχίζω
- ⮡ σκίζω ένα χαρτί
- ※ Δε χτύπησε αλλού, μονάχα έσκισε το χείλι του πάνω στην πέτρα. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
- ⮡ Η βαρκούλα σκίζει τα κύματα.
- (οικείο, αμετάβατο, μόνο στην ενεργητική φωνή) διακρίνομαι σε έναν αθλητικό αγώνα ή σχολική εξέταση
Εκφράσεις
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκίζω | έσκιζα | θα σκίζω | να σκίζω | σκίζοντας | |
β' ενικ. | σκίζεις | έσκιζες | θα σκίζεις | να σκίζεις | σκίζε | |
γ' ενικ. | σκίζει | έσκιζε | θα σκίζει | να σκίζει | ||
α' πληθ. | σκίζουμε | σκίζαμε | θα σκίζουμε | να σκίζουμε | ||
β' πληθ. | σκίζετε | σκίζατε | θα σκίζετε | να σκίζετε | σκίζετε | |
γ' πληθ. | σκίζουν(ε) | έσκιζαν σκίζαν(ε) |
θα σκίζουν(ε) | να σκίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έσκισα | θα σκίσω | να σκίσω | σκίσει | ||
β' ενικ. | έσκισες | θα σκίσεις | να σκίσεις | σκίσε | ||
γ' ενικ. | έσκισε | θα σκίσει | να σκίσει | |||
α' πληθ. | σκίσαμε | θα σκίσουμε | να σκίσουμε | |||
β' πληθ. | σκίσατε | θα σκίσετε | να σκίσετε | σκίστε | ||
γ' πληθ. | έσκισαν σκίσαν(ε) |
θα σκίσουν(ε) | να σκίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκίσει | είχα σκίσει | θα έχω σκίσει | να έχω σκίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκίσει | είχες σκίσει | θα έχεις σκίσει | να έχεις σκίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκίσει | είχε σκίσει | θα έχει σκίσει | να έχει σκίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκίσει | είχαμε σκίσει | θα έχουμε σκίσει | να έχουμε σκίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκίσει | είχατε σκίσει | θα έχετε σκίσει | να έχετε σκίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκίσει | είχαν σκίσει | θα έχουν σκίσει | να έχουν σκίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκίζομαι | σκιζόμουν(α) | θα σκίζομαι | να σκίζομαι | ||
β' ενικ. | σκίζεσαι | σκιζόσουν(α) | θα σκίζεσαι | να σκίζεσαι | ||
γ' ενικ. | σκίζεται | σκιζόταν(ε) | θα σκίζεται | να σκίζεται | ||
α' πληθ. | σκιζόμαστε | σκιζόμαστε σκιζόμασταν |
θα σκιζόμαστε | να σκιζόμαστε | ||
β' πληθ. | σκίζεστε | σκιζόσαστε σκιζόσασταν |
θα σκίζεστε | να σκίζεστε | (σκίζεστε) | |
γ' πληθ. | σκίζονται | σκίζονταν σκιζόντουσαν |
θα σκίζονται | να σκίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκίστηκα | θα σκιστώ | να σκιστώ | σκιστεί | ||
β' ενικ. | σκίστηκες | θα σκιστείς | να σκιστείς | σκίσου | ||
γ' ενικ. | σκίστηκε | θα σκιστεί | να σκιστεί | |||
α' πληθ. | σκιστήκαμε | θα σκιστούμε | να σκιστούμε | |||
β' πληθ. | σκιστήκατε | θα σκιστείτε | να σκιστείτε | σκιστείτε | ||
γ' πληθ. | σκίστηκαν σκιστήκαν(ε) |
θα σκιστούν(ε) | να σκιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σκιστεί | είχα σκιστεί | θα έχω σκιστεί | να έχω σκιστεί | σκισμένος | |
β' ενικ. | έχεις σκιστεί | είχες σκιστεί | θα έχεις σκιστεί | να έχεις σκιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει σκιστεί | είχε σκιστεί | θα έχει σκιστεί | να έχει σκιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σκιστεί | είχαμε σκιστεί | θα έχουμε σκιστεί | να έχουμε σκιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε σκιστεί | είχατε σκιστεί | θα έχετε σκιστεί | να έχετε σκιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σκιστεί | είχαν σκιστεί | θα έχουν σκιστεί | να έχουν σκιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σκισμένος - είμαστε, είστε, είναι σκισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σκισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σκισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σκισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σκισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σκισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σκισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κόβω
(οικείο) τα πάω πολύ καλά