Ετυμολογία

επεξεργασία

σκίζω, αόρ.: έσκισα, παθ.φωνή: σκίζομαι, π.αόρ.: σκίστηκα, μτχ.π.π.: σκισμένος

  1. κόβω στη μέση τραβώντας ή κάνοντας άνοιγμα
    άλλες μορφές: σχίζω
      σκίζω ένα χαρτί
      Δε χτύπησε αλλού, μονάχα έσκισε το χείλι του πάνω στην πέτρα. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
      Η βαρκούλα σκίζει τα κύματα.
  2. (οικείο, αμετάβατο, μόνο στην ενεργητική φωνή) διακρίνομαι σε έναν αθλητικό αγώνα ή σχολική εξέταση

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία