↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σχιζοφρενής η σχιζοφρενής το σχιζοφρενές
      γενική του σχιζοφρενούς* της σχιζοφρενούς του σχιζοφρενούς
    αιτιατική τον σχιζοφρενή τη σχιζοφρενή το σχιζοφρενές
     κλητική σχιζοφρενή(ς) σχιζοφρενής σχιζοφρενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σχιζοφρενείς οι σχιζοφρενείς τα σχιζοφρενή
      γενική των σχιζοφρενών των σχιζοφρενών των σχιζοφρενών
    αιτιατική τους σχιζοφρενείς τις σχιζοφρενείς τα σχιζοφρενή
     κλητική σχιζοφρενείς σχιζοφρενείς σχιζοφρενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχιζοφρενής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική schizophren < Schizophrenie

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sçi.zo.fɾeˈnis/

  Επίθετο

επεξεργασία

σχιζοφρενής, -ής, -ές

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σχιζοφρενής αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία