πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σχιζοφρενής η σχιζοφρενής το σχιζοφρενές
      γενική του σχιζοφρενούς* της σχιζοφρενούς του σχιζοφρενούς
    αιτιατική τον σχιζοφρενή τη σχιζοφρενή το σχιζοφρενές
     κλητική σχιζοφρενή(ς) σχιζοφρενής σχιζοφρενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σχιζοφρενείς οι σχιζοφρενείς τα σχιζοφρενή
      γενική των σχιζοφρενών των σχιζοφρενών των σχιζοφρενών
    αιτιατική τους σχιζοφρενείς τις σχιζοφρενείς τα σχιζοφρενή
     κλητική σχιζοφρενείς σχιζοφρενείς σχιζοφρενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

σχιζοφρενής, -ής, -ές

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σχιζοφρενής αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία