↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σχιζοφρένεια οι σχιζοφρένειες
      γενική της σχιζοφρένειας των σχιζοφρενειών
    αιτιατική τη σχιζοφρένεια τις σχιζοφρένειες
     κλητική σχιζοφρένεια σχιζοφρένειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχιζοφρένεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Schizophrenie[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική schizophrenia[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική schizophrénie[1] < αρχαία ελληνική σχίζω + φρήν
Τον όρο εισήγαγε ο Ελβετός ψυχολόγος Eugen Bleuler

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sçi.zoˈfɾe.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σχι‐ζο‐φρέ‐νει‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σχιζοφρένεια θηλυκό

  1. (ψυχιατρική, πάθηση) νευροψυχιατρική νόσος που χαρακτηρίζεται από διαταραχές στην αντίληψη της πραγματικότητας, παράδοξη συμπεριφορά κ.λπ.
  2. (κατ’ επέκταση) άλογη ή παράλογη συμπεριφορά ή κατάσταση

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 σχιζοφρένειαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. σχιζοφρένεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας