σχιζοφρενία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σχιζοφρενία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Schizophrenie[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική schizophrenia[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική schizophrénie[1] < αρχαία ελληνική σχίζω + φρήν
Ουσιαστικό
επεξεργασίασχιζοφρενία θηλυκό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του σχιζοφρένεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία σχιζοφρενία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 σχιζοφρένεια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ σχιζοφρένεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας