φρήν
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φρήν, φρενός θηλυκό
- λέξη που απαντά πολύ συχνά και στον πληθυντικό (φρένες) και σήμαινε αρχικά το διάφραγμα, την περιοχή του σώματος γύρω από την καρδιά και γύρω από το ήπαρ, την καρδιά αυτή καθαυτή
- Τοῦτο δὲ τὸ διάζωμα καλοῦσί τινες φρένας, ὃ διορίζει τόν τε πλεύμονα καὶ τὴν καρδίαν (Αριστοτέλης)
- ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε
- ο νους, το μυαλό, η φαντασία
- ἀνὴρ φρένας ἀφνειός : άνδρας πλούσιος κατά φαντασία, μόνο μέσα στο μυαλό του (Ησίοδος)
- φρενῶν' ἀφεστάναι, φρενῶν ἐκστῆναι, τὰς φρένας ἐκβάλλειν, φρενῶν οὐκ ἔνδον ὤν, φρενῶν κεκομμένος (παραφρονημένος)
- ἐπὶ μὰν βαίνει τε καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος, καὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὰν ὁδὸν ἔξω φρενῶν : ενα σύννεφο λήθης κατεβαίνει απρόσμενα και βγάζει έξω από το μυαλό το σωστό δρόμο (Πίνδαρος, Ολυμπιόνικοι, 7.47)
- ἔσω φρενῶν λέγουσα, πείθω νιν λόγῳ (η Κλυταιμνήστρα για την Κασσάνδρα) : μιλώντας στην καρδιά της, στο μυαλό της, στο πλαίσιο που κατανοεί, θα την πείσω με τα λόγια
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- -φρων
- φρενήρης (+ ἀραρίσκω) : υγιής στο νου, με τα μυαλά του, με σώας τα φρένας, αρτίφρων
- φρενοβλαβής (+ βλάπτω) : παράφρων, μανιακός
- φρενοπληγής,-ής, ές (+ πλήσσω) : αυτός που πλήττει τις φρένες, που τρελαίνει
- φρενόπληκτος (+ πλήσσω) : που έχει πληγεί στις φρένες, που είναι παράφρων
- φρενώλης,-ης,-ες (+ὄλλυμι) : που έχει χάσει το μυαλό του, παράφρων
- φρενοτέκτων (+ τέκτων) : που δημιουργεί με το μυαλό του, ο δημιουργικός, ο ιδιοφυής
- φρενοδαλής (+ δηλεόμαι) : που βλάπτει τις φρένες
- φρενομανής : ο παράφρων
- φρενομόρως (επίρρημα + μόρος) : με τη μοίρα των φρενών, με το νου
Επεξεργασία
- φρενῖτις, -ιδος : παραφροσύνη, αλλά και εγκεφαλίτιδα, που τότε ονομαζόταν φλεγμονή του εγκεφάλου, επίσης πυρετός
- φρενόθεν : οικειοθελώς, έχοντας δηλαδή σώας τα φρένας και με τη θέλησή μου
- φρενόω : βάζω σε κάποιον μυαλό, τον συνετίζω
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- ζῶν καὶ φρενῶν αλλά και ζῶν καὶ φρονῶν: συνήθης έκφραση σε επιγράμματα, ίσως σήμαινε ό,τι και στη νεοελληνική στις διαθήκες, δηλαδή πως κάποιος έκανε (ό,τι αναφέρεται στο επίγραμμα) ζώντας και έχοντας σώας τας φρένας. Αλλού φαίνεται δηλωτικό της ζωής, ότι το έκανε ο ίδιος εν ζωή και όχι κάποιοι κληρονόμοι του. Επίσης σε άλλα κείμενα δήλωνε απλά το ζω και διαβιώ και αποτελούσε μάλλον μια λόγια, κομψή έκφραση της αρχαιότητας για τη διαβίωση
- ὁ ἐκ φρενὸς λόγος/ο,τιδήποτε : ο ειλικρινής, από καρδιάς, αυτό που κάνει κάποιος με την ψυχή του, με όλη του την καρδιά, που το εννοεί από τα βάθη της καρδιάς του
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- φρένες (νέα ελληνικά)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «φρήν» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «φρήν» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.