Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐκ φρενός < → δείτε τις λέξεις ἐκ, φρενός και φρήν

  Έκφραση

επεξεργασία

ἐκ φρενός

  • από καρδιάς, από τα βάθη της καρδιάς
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 920 (916-922)
    προπέμπει | δαϊκτὴρ γόος αὐ-| τόστονος, αὐτοπήμων, | δαϊόφρων, οὐ φιλογα-|θής, ἐτύμως δακρυχέων | ἐκ φρενός, ἃ κλαιομένας | μου μινύθει, | τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν.
    Με αχό πολύ και σπαραγμό | στον πόνο και στο στεναγμό πνιγμένος | τους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιώ | σε κάθε χαρά ξένος, | που ο μαύρος κι άραχλος πικρά | δάκρυα μας φέρνει απ᾽ την καρδιά μας | και λιώνει η δόλια αληθινά | να κλαίει τα δυο τα βασιλόπουλά της.
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 107 (106-107)
    αἰδουμένη σοι βωμὸν ὡς τύμβον πατρὸς | λέξω, κελεύεις γάρ, τὸν ἐκ φρενὸς λόγον.
    Βωμός για μένα του πατέρα σου είναι ο τάφος και μ᾽ άγιο εμπρός του σεβασμό, | μια που προστάζεις, ό,τι μου λέει μέσα μου η καρδιά θ᾽ ακούσεις.
    Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
    ΣτΕ: ὁ ἐκ φρενὸς λόγος= ομιλία από καρδιάς, λόγια από καρδιάς.