ἐκ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐκ και ἐξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁eǵʰs, όπως και το λατινικό ex, το ιρλανδικο ess-, το λιθουανικό ìš και το σλαβονικό из (προφέρεται ιζ).
Πρόθεση
επεξεργασίαἐκ ή πριν από φωνήεν ἐξ
- + γενική δήλωνε προέλευση, καταγωγή, τόπο, ύλη, μέσο, όργανο, τρόπο, αιτία
- τά ἐκ τῆς γῆς φυόμενα (προέλευση, τόπο)
- οἱ ἐξ Ἡρακλέους (καταγωγή)
- ἐποιοῦντο διαβάσεις ἐκ τῶν φοινίκων (ύλη ή όργανο)
- ἐκ τῶν πόνων τάς ἀρετάς κτᾶσθαι (μέσο, τρόπο)
- ἐκ δόλου" και "ἐκ ταύτης τῆς ἐξετάσεως, πολλά γεγόνασι (κίνητρο, αιτία, μέσο)
Σημειώσεις
επεξεργασία- ως πρώτο συνθετικό σε πολλές αρχαίες και σύγχρονες ελληνικές λέξεις, π.χ. ἐκδίδω, ἐκτιμώ, ἐξέδρα κ.λπ. δηλώνοντας
- το ότι έχει μία προέλευση (π.χ. εκπορεύεται)
- το έξω, την απομάκρυνση (π.χ. εκβάλλει, έκνομος)
- το όλως διόλου, το εντελώς (π.χ. ἐκθρηνέω, δηλ. θρηνώ έντονα, ἐκγελάω. δηλ. γελάω δυνατά, αντίστοιχο του νεοελληνικού ξε (ξεπέρασε, ξεφτιλίστηκε, ξεκατινιάστηκε)
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἐκ- στο Βικιλεξικό
- για λόγους έμφασης μερικές φορές τονιζόταν π.χ. "καύματος ἔξ" (από υψηλό πυρετό)
- προτού εκπέσει σε πρόθεση, λειτουργούσε στο λόγο ως επίρρημα
- :: ἐκ δέ καί αὐτοί βαῖνον (Όμηρος) (έξω και αυτοί...)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐκ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐκ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.