Δείτε: εκ, εκ-, έκ-, ἐκ, ἐκ-, ἔκ-

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐκ και ἐξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁eǵʰs, όπως και το λατινικό ex, το ιρλανδικο ess-, το λιθουανικό ìš και το σλαβονικό из (προφέρεται ιζ).

  Πρόθεση επεξεργασία

ἐκ ή πριν από φωνήεν ἐξ

  • + γενική δήλωνε προέλευση, καταγωγή, τόπο, ύλη, μέσο, όργανο, τρόπο, αιτία
    τά ἐκ τῆς γῆς φυόμενα (προέλευση, τόπο)
    οἱ ἐξ Ἡρακλέους (καταγωγή)
    ἐποιοῦντο διαβάσεις ἐκ τῶν φοινίκων (ύλη ή όργανο)
    ἐκ τῶν πόνων τάς ἀρετάς κτᾶσθαι (μέσο, τρόπο)
    ἐκ δόλου" και "ἐκ ταύτης τῆς ἐξετάσεως, πολλά γεγόνασι (κίνητρο, αιτία, μέσο)

Σημειώσεις επεξεργασία

  • ως πρώτο συνθετικό σε πολλές αρχαίες και σύγχρονες ελληνικές λέξεις, π.χ. ἐκδίδω, ἐκτιμώ, ἐξέδρα κ.λπ. δηλώνοντας
    το ότι έχει μία προέλευση (π.χ. εκπορεύεται)
    το έξω, την απομάκρυνση (π.χ. εκβάλλει, έκνομος)
    το όλως διόλου, το εντελώς (π.χ. ἐκθρηνέω, δηλ. θρηνώ έντονα, ἐκγελάω. δηλ. γελάω δυνατά, αντίστοιχο του νεοελληνικού ξε (ξεπέρασε, ξεφτιλίστηκε, ξεκατινιάστηκε)
    Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἐκ- στο Βικιλεξικό
  • για λόγους έμφασης μερικές φορές τονιζόταν π.χ. "καύματος ἔξ" (από υψηλό πυρετό)
  • προτού εκπέσει σε πρόθεση, λειτουργούσε στο λόγο ως επίρρημα
  • :: ἐκ δέ καί αὐτοί βαῖνον (Όμηρος) (έξω και αυτοί...)

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία