ἐκ-
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠρόθημαΕπεξεργασία
ἐκ-
- εκ-: για το σχηματισμό ρημάτων και μεταρηματικών ουσιαστικών που δηλώνει προέλευση
- μανθάνω > ἐκμανθάνω, μάθησις > ἐκμάθησις
- ῥῆξις > ἔκρηξις
- ἀνδραποδίζω > ἐξανδραποδίζω
- ἄρσις > ἔξαρσις