ῥῆξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ῥῆξῐς | αἱ | ῥήξεις |
γενική | τῆς | ῥήξεως | τῶν | ῥήξεων |
δοτική | τῇ | ῥήξει | ταῖς | ῥήξεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ῥῆξῐν | τὰς | ῥήξεις |
κλητική ὦ! | ῥῆξῐ | ῥήξεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥήξει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ῥηξέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ῥῆξις < *ϝρῆκ- (< θέμα *ϝρηγ- με αηχοποίηση του [k] πριν το [s]) + -σις > -ξις <ref>«ρήξη» -Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.<ref>
Ουσιαστικό
επεξεργασίαῥῆξις
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία- ῥῆξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥῆξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.