Δείτε επίσης: ρήγμα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ῥῆγμᾰ τὰ ῥήγμᾰτ
      γενική τοῦ ῥήγμᾰτος τῶν ῥηγμᾰ́των
      δοτική τῷ ῥήγμᾰτ τοῖς ῥήγμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ῥῆγμᾰ τὰ ῥήγμᾰτ
     κλητική ! ῥῆγμᾰ ῥήγμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥήγμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ῥηγμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ῥῆγμα < ῥήγνυμι, ῥηγ- + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ῥῆγμα

  1. ρωγμή, ράγισμα, σχίσιμο
  2. σχίσμα, χάσμα

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ῥήγνυμι

  Πηγές επεξεργασία