ράγισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαράγισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του ραγίζω καθώς και η σχισμή που δημιουργείται εκεί που κάτι ραγίζει
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ραγισματιά
- → δείτε τη λέξη ραγίζω
Εκφράσεις
επεξεργασία- ραγίζει η καρδιά μου: (μεταφορικά) νιώθω μεγάλη στεναχώρια, οίκτο
- το γυαλί ράγισε: (μεταφορικά) κάτι έπληξε ανεπανόρθωτα μία σχέση, φιλία, την εμπιστοσύνη σε κάποιον κλπ.