Δείτε επίσης: σχίσμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σχισμή οι σχισμές
      γενική της σχισμής των σχισμών
    αιτιατική τη σχισμή τις σχισμές
     κλητική σχισμή σχισμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχισμή < αρχαία ελληνική σχισμή < σχίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sçiˈzmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σχι‐σμή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σχισμή θηλυκό

 συνώνυμα: εσοχή, εγκοπή

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία