Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εσοχή οι εσοχές
      γενική της εσοχής των εσοχών
    αιτιατική την εσοχή τις εσοχές
     κλητική εσοχή εσοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εσοχή < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εσοχή θηλυκό

  • τμήμα επιφάνειας που βρίσκεται πιο μέσα σε σχέση με αυτήν
 συνώνυμα: σχισμή, εγκοπή

  Μεταφράσεις επεξεργασία