• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εγκοπή

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ἐγκοπή

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγκοπή οι εγκοπές
      γενική της εγκοπής των εγκοπών
    αιτιατική την εγκοπή τις εγκοπές
     κλητική εγκοπή εγκοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εγκοπή < ελληνιστική κοινή ἐγκοπή < ἐγκόπτω < ἐν + κόπτω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εγκοπή θηλυκό

  1. χαρακιά από κόψιμο
≈ συνώνυμα: σχισμή
  1. εσοχή κατασκευασμένη για να δεχθεί προεξοχή

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εγκοπή
  • αγγλικά : notch (en), groove (en)
  • γαλλικά : sillon (fr), entaille (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εγκοπή&oldid=7171591"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Μαΐου 2025, στις 15:45

Γλώσσες

    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Μαΐου 2025, στις 15:45.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας