κόπτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κόπτω: η αρχαία ελληνική κόπτω. Για το θέμα κοπ- → δείτε τη λέξη κόπος
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακόπτω
- (στα νέα ελληνικά) μόνο σε συγγενικά (κόπος) με θέμα κοπ- κοπτ- και #Παράγωγα του ρήματος
- (καθαρεύουσα) κόπτω: κόβω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κόπος
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κόπτω
→ δείτε τη λέξη κόβω |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | κόπτω | κόπτομαι |
Παρατατικός | ἔκοπτον | ἐκοπτόμην |
Μέλλοντας | κόψω | κόψομαι & κοπήσομαι β΄παθ. |
Αόριστος | ἔκοψα | ἐκοψάμην, ἐκόπην παθ. β΄ |
Παρακείμενος | κέκοφα, κέκοπα | κέκομμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐκεκόπειν | - |
Συντελ.Μέλλ. | κεκόψομαι |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κόπτω < κόπ-jω με θέμα κοπ- που συναντάμε στο κόπος [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kop- (χτυπάω, πελεκώ) [2]
Ρήμα
επεξεργασίακόπτω
- (αρχική σημασία) πλήττω, χτυπάω
- κόβω
- σφυροκοπώ, σφυρηλατώ
- δημιουργώ νομίσματα σφυρηλατώντας μέταλλο
- χτυπάω την πόρτα
- (μεταφορικά) παραζαλίζω
- αποκόπτω
- (για εξεταζόμενο) απορρίπτω
- κόπτομαι: οδύρομαι, θρηνώ
- (+ δοτική) κάτι κατέτρυχε το υποκείμενο, το βασάνιζε
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κόπος
Παράγωγα
επεξεργασία- ἀνακόπτω
- ἀντανακόπτω
- ἀντεκκόπτω
- ἀντικόπτω
- ἀποκόπτω
- διακόπτω
- διανακόπτω
- διεγκόπτω
- ἐγκόπτω
- ἐκκόπτω
- ἐπικόπτω
- κατακόπτω
- μετακόπτω
- παρακόπτω
- παρεγκόπτω
- περικόπτω
- προανακόπτω
- προαποκόπτω
- προεκκόπτω
- προεπικόπτω
- προκατακόπτω
- προκόπτω
- προσανακόπτω
- προσαποκόπτω
- προσεκκόπτω
- προσκόπτω
- προσπερικόπτω
- συγκατακόπτω
- συγκόπτω
- συμπροκόπτω
- συνανακόπτω
- συναποκόπτω
- συνδιακόπτω
- συνεκκόπτω
- ὑπανακόπτω
- ὑποκόπτω
- ὑποσυγκόπτω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κόβω - Πρότυπο:Π:Μπαμπινώτης 2010
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- κόπτω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόπτω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.