κόπτω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κόπτω < αρχαία ελληνική κόπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kop-[1] (χτυπώ, πελεκώ)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
κόπτω
- ((καθαρεύουσα)) κόβω
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κόπτω
→ δείτε τη λέξη κόβω |
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | κόπτω | κόπτομαι |
Παρατατικός | ἔκοπτον | ἐκοπτόμην |
Μέλλοντας | κόψω | κόψομαι & κοπήσομαι β΄παθ. |
Αόριστος | ἔκοψα | ἐκοψάμην, ἐκόπην παθ. β΄ |
Παρακείμενος | κέκοφα, κέκοπα | κέκομμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐκεκόπειν | - |
Συντελ.Μέλλ. | κεκόψομαι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κόπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kop-[1] (χτυπώ, πελεκώ)
ΡήμαΕπεξεργασία
κόπτω
- (γενικότερα) (αρχικά) πλήττω, χτυπώ
- πλήττω κάποιον με όπλο
- φονεύω κάποιον χτυπώντας τον με όπλο
- κόβω
- σφυροκοπώ, σφυρηλατώ
- δημιουργώ νομίσματα σφυρηλατώντας μέταλλο
- χτυπάω την πόρτα
- (μεταφορικά) παραζαλίζω
- αποκόπτω
- υλοτομώ
- (συνεκδοχικά) ερημώνω
- (για εξεταζόμενο) απορρίπτω
- κόπτομαι: οδύρομαι, θρηνώ
- με δοτική: κάτι κατέτρυχε το υποκείμενο, το βασάνιζε
Επεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.