Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατακόπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατακόπτω < κατα- + κόπτω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.taˈko.pto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐κό‐πτω

  Ρήμα επεξεργασία

κατακόπτω (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο κατακόπτω)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  κατακόπτω   κατακόπτομαι 
Παρατατικός  κατέκοπτον   κατεκοπτόμην 
Μέλλοντας  κατακόψω   κατακόψομαι & κατακοπήσομαι 
Αόριστος  κατέκοψα   (κατεκοψάμην) & κατεκόπην 
Παρακείμενος  κατακέκοφα   κατακέκομμαι 
Υπερσυντέλικος  κατεκεκόπειν   - 
Συντελ.Μέλλ.  (κατακεκόψομαι) 

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατακόπτω < κατα- + κόπτω

  Ρήμα επεξεργασία

κατακόπτω

  1. κόβω και ρίχνω κάτω, κομματιάζω, διαμελίζω
    1. σκοτώνω, σφαγιάζω
    2. (στρατιωτική σημασία) συντρίβω
  2. κόβω νόμισμα

Παράγωγα επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κατά και κόπτω

  Πηγές επεξεργασία