Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατακόβω < κατα- + κόβω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ρήμα επεξεργασία

κατακόβω

  • κόβω εντελώς, κόβω ιδιαίτερα / πολύ

  Μεταφράσεις επεξεργασία