νόμισμα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- νόμισμα < αρχαία ελληνική νόμισμα < νομίζω < νόμος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
νόμισμα ουδέτερο
- κομμάτι μετάλλου (συνήθως πολύτιμου) με συγκεκριμένες διαστάσεις, βάρος και έκτυπη παράσταση που χρησιμοποιούνταν κατά το παρελθόν ως μέσο συναλλαγής, έχοντας το ίδιο την ίδια πραγματική αξία με το αγαθό για το οποίο δινόταν ως πληρωμή
- βρέθηκε θησαυρός αρχαίων νομισμάτων
- μονάδα της οικονομικής αξίας των εμπορευμάτων που θεσπίζεται από ένα κράτος και αποκτά υλική μορφή ως κέρμα ή χαρτονόμισμα
- το νόμισμα της Ελλάδας ήταν μέχρι τα τέλη του 2001 η δραχμή
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- πληρώνω (κάποιον) με το ίδιο νόμισμα: ανταποδίδω τα ίσα
- όταν αντιλήφθηκε ότι ο άντρας της την απατάει, αποφάσισε να τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα
- η άλλη όψη/πλευρά του νομίσματος
- οι δυο όψεις/πλευρές του (ίδιου) νομίσματος
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- νόμισμα στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
νόμισμα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
νόμισμα < νόμος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
νόμισμα ουδέτερο
- θεσμός, έθιμο, το καθιερωμένο
- το νόμιμο, αναγνωρισμένο μέτρο ή μονάδα
- το χρήμα, ως κάτι που δεν έχει αξία αυτό καθαυτό, αλλά που την αποκτά από τους νόμους, από αυτά που η κοινωνία θεσπίζει, συνηθίζει, αναγνωρίζει, θεωρεί