Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαλκονόμισμα τα χαλκονομίσματα
      γενική του χαλκονομίσματος των χαλκονομισμάτων
    αιτιατική το χαλκονόμισμα τα χαλκονομίσματα
     κλητική χαλκονόμισμα χαλκονομίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλκονόμισμα < χαλκ(ός) + -ο- + νόμισμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xal.koˈno.mi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαλ‐κο‐νό‐μι‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλκονόμισμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία