Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  • Χημικό στοιχείο: Cu
  • Ατομικός αριθμός : 29
  • Προηγούμενο = Ni
  • Επόμενο = Zn

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

 
Δείγμα καθαρού χαλκού.

  Ετυμολογία Επεξεργασία

χαλκός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χαλκός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰelh₃-[1] (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική bronze[2] ή (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική bronze[3] ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική copper[3])

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /xalˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαλ‐κός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο χαλκός
      γενική του χαλκού
    αιτιατική τον χαλκό
     κλητική χαλκέ
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

χαλκός αρσενικό

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
χαλκ- 

ΣύνθεταΕπεξεργασία

χαλκο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χαλκο- στο Βικιλεξικό
όπως

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική χαλκός
      γενική τοῦ χαλκοῦ
      δοτική τῷ χαλκ
    αιτιατική τὸν χαλκόν
     κλητική ! χαλκέ
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

χαλκός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰelh₃-[1]

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

χαλκός αρσενικό

  1. χαλκός
  2. ορείχαλκος, μπρούντζος
  3. (συνεκδοχικά) οτιδήποτε κατασκευασμένο από χαλκό

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
χαλκ- 

ΣύνθεταΕπεξεργασία

όπως

  ΠηγέςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Συγγενές με τα αρχαία ελληνική χλωρός, αγγλικά yellow, πρωτοσλαβική γλώσσα *zelenъ κ.λπ. (*)
  2. χαλκός Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
  3. 3,0 3,1 χαλκόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)